Λίγα λόγια για το θεατρικό έργο του Α. Π. Τσέχωφ «Ο Γλάρος»…
«Ο Γλάρος» δικαιωματικά θεωρείται το πλέον αυτοβιογραφικό θεατρικό έργο του Τσέχωφ. Σε αυτό είναι παρούσα η σχέση του προς τις σκέψεις, που τον προβληματίζουν γύρω από στην τέχνη, τη μάχη με τη ρουτίνα, την αναζήτηση νέων μορφών για τα βάσανα της δημιουργίας, για την ευθύνη του ταλέντου μπροστά στις απαιτήσεις της ζωής. Ενδιαφέρουσα είναι η παρατήρηση του Άγγλου δραματουργού Πρίστλι, ότι ο Τσέχωφ κατανέμει την ίδια του την προσωπικότητα ανάμεσα σε τρία πρόσωπα: «Τον Τριγκόριν, ένα δημοφιλή συγγραφέα – λογοτέχνη, γεγονός το οποίο όμως τον έχει κουράσει, τον Τρέπλεφ, ο οποίος αγωνίζεται, όπως και ο ίδιος, για νέους τρόπους έκφρασης και τον Dr. Ντορν, γιατρό, σαν και τον ίδιο, ο οποίος, όχι τυχαία, δείχνει συμπάθεια στις αναζητήσεις του Τρέπλεφ».
Ο «Γλάρος» γράφτηκε Μέλιχοβο. Στο θεατρικό αυτό έργο Τσέχοφ για πρώτη φορά τόσο ειλικρινά εκφράζει την άποψη του για τη ζωή και την αισθητική, εμφανίζοντας μέσα σε αυτή τους ανθρώπους της τέχνης. Είναι το έργο για τους νεαρούς καλλιτέχνες και για την αυτάρεσκα κορεσμένη μεγαλύτερη γενιά, που περιφρουρεί τα κεκτημένα της. Είναι το έργο για την αγάπη («Λίγη δράση, 5 πούντες[1] αγάπης», έλεγε χαριτολογώντας ο Τσέχωφ), για την ενιαία – μη διαιρετή φύση του συναισθήματος, για την αμοιβαία έλλειψη κατανόησης μεταξύ των ανθρώπων, για την ωμή, σκληρή αταξία στην προσωπική μοίρα του κάθε ανθρώπου. Εντέλει, είναι το έργο για τις βασανιστικές, οδυνηρές αναζητήσεις του αληθινού νοήματος της ζωής, της γενικής ιδέας, του σκοπού της ύπαρξης, της ξεκάθαρης, συγκεκριμένης κοσμοθεωρίας, χωρίς την οποία η ζωή είναι «ολοκληρωτική ματαιότητα, φρίκη».
Η αγάπη, η οποία κυριεύει σχεδόν όλους τους ήρωες, αποτελεί την κύρια υπόθεση του «Γλάρου». Αλλά πιο δυνατή από την αγάπη αποδεικνύεται η αφοσίωση στην τέχνη. Στην Αρκάντινα αμφότερες αυτές οι δύο ιδιότητες – θηλυκότητα και ταλέντο – ομού συρρέουν. Ο Τριγκόριν έχει ενδιαφέρον, συγκεκριμένα, ως συγγραφέας. Κατά τα λοιπά είναι ένα άβουλο ον και μια απόλυτη μετριότητα. Από συνήθεια σέρνεται πίσω από την Αρκάντινα, αλλά την εγκαταλείπει, όταν τυχαίνει να ξετρελαθεί με τη μικρούλα
Ζαριέτσναγια. Μπορείς να εξηγήσεις αυτό το ευμετάβλητο των συναισθημάτων ως, ότι ο Τριγκόριν είναι συγγραφέας και το νέο του πάθος, ο νέος του έρωτας η καινούργια σελίδα στη ζωή του γένους του, η οποία έχει την πιθανότητα να γίνει νέα σελίδα του βιβλίου. Εν μέρει, είναι όντως έτσι. Παρατηρούμε, πως καταγράφει στο σημειωματάριο την ιδέα που του πέρασε για «την υπόθεση ενός μικρού διηγήματος», η οποία υπόθεση επαναλαμβάνει ακριβώς τη ζωή της Νίνα Ζαριέτσναγια: στην όχθη της λίμνης ζει μια νεαρή κοπέλα, ευτυχισμένη και ελεύθερη, όμως τυχαία ήρθε ένας άντρας, την είδε και μην έχοντας τίποτα άλλο να κάνει, την σκότωσε. Συμβολική είναι η σκηνή, στην οποία ο Τριγκόριν δείχνει στη Ζαριέτσνα τον γλάρο, που σκότωσε ο Τρέπλιέφ. Ο Τρέπλεφ σκότωσε το πουλί. – ο Τριγκόριν σκοτώνει την ψυχή της Νίνα.
Οι συνθήκες, στις οποίες ανέβηκε ο «Γλάρος», ήταν δύσκολες και πολύπλοκες. Ο Αντόν Πάβλοβιτς Τσέχωφ ήταν βαριά άρρωστος. Η φυματίωση εμφάνισε επιπλοκή. Η ψυχική του κατάσταση ήταν τέτοια, που δεν θα μπορούσε να περάσει για δεύτερη φορά μια αποτυχία του «Γλάρου» παρόμοια με εκείνη, στο πρώτο του «ανέβασμα» στην Αγία Πετρούπολη. Η πρεμιέρα του «Γλάρου» πραγματοποιήθηκε στις 17 Δεκεμβρίου 1896 στο «Θέατρο Αλεξαντρίισκι» (Александрийский театр). Ήδη από την πρώιμη αρχή της υπόθεσης έγινε φανερό, πως το έργο δεν εκλαμβάνεται από το κοινό καθόλου, όπως υπέθεταν ο συγγραφέας και οι συντελεστές. Την επομένη της πρεμιέρας όλες οι πρωινές εφημερίδες της Αγίας Πετρούπολης μιλούσαν για «ναυάγιο» της παράστασης, ενώ οι κριτικές επισήμαιναν το μέγεθος και το σκανδαλώδες της αποτυχίας.
Το ανέβασμα του «Γλάρου» στο «Θέατρο Τέχνης» της Μόσχας (1898) αποκάλυψε στο κοινό την τέχνη του Τσέχωφ – δραματουργού. Η παράσταση πραγματοποιήθηκε με μεγάλη επιτυχία. Ο ιπτάμενος γλάρος έγινε το έμβλημα του «Θεάτρου Τέχνης» της Μόσχας.
[1] Пуд: Ρωσική μονάδα βάρους, η αντιστοιχία της οποία είναι περίπου 1 Пуд = 16,3 Kgr.
Tag:τσέχωφ, γλάρος, θεατρικό έργο